φλογίζομαι

φλογίζομαι
φλογίζομαι, φλογίστηκα, φλογισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καψοφλογίζομαι — (Μ καψοφλογίζομαι) καίγομαι εσωτερικά, κατακαίγομαι, φλογίζομαι από ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψ α (με συνδετικό φωνήεν ο ) + φλογίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • φλογίζω — ΝΜΑ 1. περιβάλλω κάτι με φλόγες, βάζω φωτιά, καίω 2. πυρακτώνω, πυρώνω (α. «τού φλογισμένου απείρου», Μαλακ. β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.) νεοελλ. 1. επιφέρω φλόγωση, προκαλώ φλεγμονή 2. παθ. φλογίζομαι α) (για την επιδερμίδα)… …   Dictionary of Greek

  • αναφλεγμαίνω — (Α ἀναφλεγμαίνω) 1. παθαίνω φλεγμονή, φλογίζομαι 2. (μτβ.) εξάπτω, φλογίζω …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • συνεκφλεγμαίνω — Α υφίσταμαι φλεγμονή, φλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκ + φλεγμαίνω «φλογίζω, προκαλώ φλεγμονή»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξερεύθομαι — Α φλογίζομαι μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξ + ἐρεύθω «είμαι ή γίνομαι κόκκινος»] …   Dictionary of Greek

  • υπερφλεγμαίνω — Α παρουσιάζω πολύ μεγάλη φλεγμονή, παρουσιάζω φλεγμονή στον μέγιστο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φλεγμαίνω «φλογίζομαι, έχω φλεγμονή»] …   Dictionary of Greek

  • υποφλεγμαίνω — Α 1. είμαι λίγο φλεγμονώδης 2. μτφ. (για θυμό) εξερεθίζομαι, κρυφοκαίω («καὶ μέχρι τούτου ὁ τοῡ βασιλέως θυμὸς ὑπεφλέγμαινεν», Θεοφύλ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φλεγμαίνω «φλογίζομαι, έχω φλεγμονή»] …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • ξανάβω — και ξανάφτω ξάναψα, ξαναμμένος 1. μτβ., ανάβω. 2. για τραύματα, πληγές, ερεθίζω, φλογίζω: Ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι. 3. αμτβ., ερεθίζομαι, φλογίζομαι: Μην ξύνεις την πληγή σου, γιατί ξανάφτει. 4. μτφ., ξεσηκώνω, ξεσηκώνομαι, εξάπτω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”